τονιαῖον
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
Russian (Dvoretsky)
τονιαῖον: τό (sc. διάστημα) интервал в один тон lut.
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
τονιαῖον: τό (sc. διάστημα) интервал в один тон lut.