σωφρόνισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, chastisement, lesson, A.Supp.992, Aristarch. Trag.3 (v.l. σωφρόνημα), App.Pun.78.

German (Pape)

[Seite 1062] τό, eine Witzigung, Warnung, Züchtigung, Aesch. Suppl. 970.

Russian (Dvoretsky)

σωφρόνισμα: ατος τό назидание, наставление (σωφρονίσματα πατρός Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωφρόνισμα -ατος, τό [σωφρονίζω] vermaning, waarschuwing, (wijze) les.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρόνισμα: τό, κόλασις, σωφρονισμός, μάθημα, παίδευσις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 992· διάφ. γραφ. ἀντὶ σωφρόνημα, Ἀρίσταρχ. παρὰ Στοβ. 602. 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α σωφρονίζω
σωφρονισμός, τιμωρία που γίνεται για παραδειγματισμό.