ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
ἁβρά: «τρυφερά, μαλακά», Ἡσύχ. Ἴδε ἁβρός.
ἁβρά: adv. Anacr., Anth. = ἁβρῶς.
delicadamente