ἀμφίμακρος

Revision as of 11:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A long at both ends: - ὁ ἀ. metrical foot amphimacer, (as Οἰδίπους), also called creticus, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, etc.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten lang, der Versfuß - ñ– bei Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμακρος: -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς Οἰδίπους), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ον
subst. ὁ ἀ. métr. largo en ambos extremos e.d. el pie métrico anfímacro o crético (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81.

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μακρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίμακρος: ὁ (sc. πούς) (= κρητικός ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –).