ἀνεκλείπτως
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
Russian (Dvoretsky)
ἀνεκλείπτως: непрерывно, безостановочно (χορηγεῖν τινι τὰς μισθοφορίας Diod.).
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
ἀνεκλείπτως: непрерывно, безостановочно (χορηγεῖν τινι τὰς μισθοφορίας Diod.).