λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἀκάματα, ἔμπεδον, ἀδιαπαύστως, ἀνεκλείπτως, ἀδιαλείπτως, ἀζηχές, πολύγελως, συνωχαδόν, νωλεμες, ἐνδελεχῶς, ἠνεκέως, συνεχῶς, συνεχέως, διαμπερές, διαπαντός