непрерывно
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Russian > Greek
ἀκάματα, ἔμπεδον, ἀδιαπαύστως, ἀνεκλείπτως, ἀδιαλείπτως, ἀζηχές, πολύγελως, συνωχαδόν, νωλεμες, ἐνδελεχῶς, ἠνεκέως, συνεχῶς, συνεχέως, διαμπερές, διαπαντός