Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
French (Bailly abrégé)
v. ἀνεῖσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέσαιμι: ἄνεσαν, ἀνέσαντες, ἀνέσει, ἴδε ἐν λ. ἀνίημι.
English (Autenrieth)
see ἀνεῖσα.
Greek Monotonic
ἀνέσαιμι: Επικ. αόρ. αʹ του ἀνίημι· ἄνεσαν, γʹ πληθ.· ἀνέσας, μτχ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέσαιμι: эп. opt. к *ἀνεῖσα.