διανίσταμαι
Greek Monotonic
διανίστᾰμαι: Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.· στέκομαι σε απόσταση, στέκομαι μακριά από, απομακρύνομαι, αποκόβομαι από, τινος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διανίστᾰμαι: (aor. διανέστην, pf. διανέστηκα)
1) подниматься, вставать (νύκτωρ Arst.; ἐκ τῆς ἐνέδρας Polyb.);
2) устремляться навстречу (ἐπὶ τοὺς ἐπικειμένους Polyb.);
3) отклоняться, уклоняться: τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς Thuc. пожертвовав очевидными преимуществами.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-ανίσταμαι opstaan, rechtop komen: met εἰς + acc.: εἰς ἀγκῶνα διαναστάς zich oprichtend op zijn elleboog Plut. Brut. 11.3. overdr. afstand nemen van, met gen.: δ. τῶν... ἀναγκαίων ξυμφόρων van de noodzakelijke belangen Thuc. 4.128.