διόθεν

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

διόθεν επίρρ. (Α)
από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].

Russian (Dvoretsky)

διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса om., Hes., Aesch., Eur.