διόθεν

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

διόθεν επίρρ. (Α)
από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].

Russian (Dvoretsky)

διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса Hom., Hes., Aesch., Eur.