ἔκβολον
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian (Dvoretsky)
ἔκβολον: τό
1) залив, бухта, по друг. - мыс, коса (πόντου ἔ. Eur.);
2) pl. обломки (ναός Eur.);
3) недоносок (νηδύος Eur.);
4) подкидыш (κόρης Eur.).