θρασέως
French (Bailly abrégé)
adv.
hardiment;
Cp. θρασύτερον, Sp. θρασύτατα.
Étymologie: θρασύς.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσέως:
1) смело, храбро Arph., Thuc.;
2) дерзко, нагло Thuc.
adv.
hardiment;
Cp. θρασύτερον, Sp. θρασύτατα.
Étymologie: θρασύς.
θρᾰσέως:
1) смело, храбро Arph., Thuc.;
2) дерзко, нагло Thuc.