θρασύς
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
θρασεῖα, θρασύ, fem. θρασέα, metri gr., Philem.20 (s.v.l.):—
A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; also θρασὺς πόλεμος 6.254, 10.28, Od.4.146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434, Il.17.662, al.; θρασεῖα καρδία Pi.P.10.44; πούς Ar.Ra.330(lyr.); ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77; θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol.1315a11.
2 more freq. in bad sense, over-bold, rash, σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436 (Sch. προπετής); Γοργόνες Pi.P.12.7; audacious, arrogant, insolent, A.Pr.180 (lyr.), Ar.Nu.445 (anap.), etc.; Ἄρης… πρὸς ἀλλήλους θρασύς, of civil war, A.Eu.863; γλώσσῃ θρασεῖα S.Aj.1142; ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph.1307; ἐπὶ τῶν λόγων D. Prooem. 32; ἀνομίᾳ θρασύς = bold in his disregard of the laws E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θρασύς Ar.Eq.181; θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί Pl.Lg. 630b; ἀλαζὼν ὁ θρασὺς καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN1115b29; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θρασὺς τῷ θαρραλέῳ ib.1151b7; τὸ μὴ θρασύ = modesty, A.Supp.197: Comp. θρασύτερος Pl.La.184b, Phld.Lib.p.61 O.: Sup. θρασύτατος Isoc.12.133, etc.
II of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pi.N.7.50; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ; S.Ph.106.
III Adv. θρασέως Ar.V.1031, etc.: Aeol. θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: Comp. θρασύτερον = too boldly, Th.8.103; θρασυτέρως Phalar.Ep.34: Sup. θρασύτατα Th.8.84 and (with v.l. θρασυτάτως) D.S.17.44: neut. as adverb, ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24 D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛṣṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)
German (Pape)
[Seite 1216] εῖα, ύ, fem. θρασέα Philem. in B. A. 99, 24, kühn, tapfer; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; θρασὺς πόλεμος 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; σθένος, καρδία, Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; ἐλπίς Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ θρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, frech, φθογγῇ δ' ἑπέσθω πρῶτα μὲν τὸ μὴ θρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ θρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ, gefahrlos, sicher; μάταιος, ἀνομίᾳ θρασύς Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ θρασύς; Plat. vrbdí οἱ θρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. θρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben ἀνδρεῖος steht; noch mehr tadelnd, neben φθορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ θαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens θράσος. – Adv., θρασέως Ar. Vesp. 1031, θρασύτερον Thuc. 8, 103, θρασύτατα D. Sic. 17, 44.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. en b. part :
1 hardi, résolu, courageux : πόλεμος θρασύς IL combat hardi ; θρασεῖαι χεῖρες IL mains hardies ; ἐν τῷ ἔργῳ θρασύς HDT hardi dans son entreprise;
2 simpl. confiant : ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος THC espérance confiante dans l'avenir ; qui inspire la confiance : οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμίξαι θρασύ ; SOPH n'est-il donc pas sûr de l'aborder ?;
II. en mauv. part :
1 audacieux, arrogant, effronté;
2 aventureux;
Cp. θρασύτερος.
Étymologie: θάρσος.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύς: εῖα, ύ
1 смелый, отважный, храбрый (Ἓκτωρ Hom.; καρδία Pind.; πούς Arph.): ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος Thuc. твердая надежда на будущее;
2 преимущ. дерзкий, высокомерный, наглый (Ὀδυσσεύς Hom.; ἐν τοῖς λόγοις и γλώσσῃ Soph. или ἐπὶ τῶν λόγων Dem.; πονηρὸς καὶ θ. Arph.): τὸ μὴ θρασύ Aesch. смирение;
3 на который можно осмелиться, не внушающий страха, не представляющий опасности: θρασύ μοι τόδ᾽ εἰπεῖν Pind. я смею это сказать; οὐκ ἆρ᾽ ἐκείνῳ οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ; Soph. что же, к нему и приблизиться опасно?
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύς: -εῖα, ύ θηλ. θρασέα χάριν τοῦ μέτρου, Φιλήμ. Γάμ. 4∙ (ἴδε ἐν τέλ.)∙ - θαρραλέος, τολμηρός, γενναῖος, Λατιν. audax, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Θ. 89. κτλ.∙ τοῦ Ὀδυσσέως (κατωτ. 2)∙ τοῦ Λαογόνου, ΙΙ. 604∙ ὡσαύτως, θρ. πόλεμος Ζ. 254, Κ. 28, Ὀδ. Δ. 146∙ θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Ε. 434, Ἰλ. Ρ. 662, κ. ἀλλ.∙ θρ. καρδία Πίνδ. Π. 10. 69∙ ποὺς Ἀριστοφ. Βατρ. 330∙ ἐν τῷ ἔργῳ θρασὺς Ἡρόδ. 7. 49∙ θρ. τόξοισι Αἰσχύλ. Πρ. 871∙ ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, πεποιθήσεως πλήρης, Θουκ. 7. 77∙ θρασὺς τὸ ἦθος Ἀριστ. Πολιτικ. 11. 27. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπὲρ τὸ δέον τολμηρός, ὁρμητικός, ῥιψοκίνδυνος, Λατ. audax, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Κ. 436 (Σχολ. προπετής)∙ Γοργόνες Πίνδ. Π. 12. 13∙ - οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ., τολμηρός, αὐθάδης, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Πρ. 178∙ Ἄρης... πρὸς ἀλλήλους θρ., ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 863∙ γλώσσῃ θρασὺς Σοφ. Αἴ. 1142∙ ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Θιλ. 1307∙ ἐπὶ τῶν λόγων Δημ. 1411. 19∙ ἀνομίᾳ θρασὺς Εὐρ. Ι. Τ. 275∙ πονηρὸς εἶ καὶ θρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181∙ θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ Πλάτ. Νόμ. 630Β∙ ὁ θρ. ἀλαζὼν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 8∙ ὅμοιόν τι ἔχει.. ὁ θρ. τῷ θαρραλέῳ αὐτόθι 7. 9. 2∙ - τὸ μὴ θρασύ, ἡ μετριοφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἱκ. 197. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον τολμᾷ τις, μετ’ ἀπαρ., θρασύ μοι τόδ’ εἰπεῖν, τολμῶ νὰ εἴπω τοῦτο, Πίνδ. Ν. 7. 74∙ οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Σοφ. Φιλ. 106. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. - έως∙ Συγκρ. θρασύτερον, ὑπὲρ τὸ δέον θρασέως, Θουκ. 8. 103∙ Ὑπερθετ. θρασύτατα (ἢ -άτως), Διόδ. 17. 44. (Ἐκ τῆς √ΘΑΡΣ ἢ ΘΡΑΣ παράγονται τὰ θάρσος, θαρσέω, θράσος, θαρσύνω, κτλ., καὶ ἴσως τὸ θερσίτης∙ πρβλ. Σανσκ. darsh, darshnômi (audeo), darshtas (audax)∙ Γοθ. ga-daursan (θαρρεῖν)∙ Ἀγγλο-Σαξον. dear (Ἀγγλ. dare)∙ Ἀρχ. Γερμ. gi-tar (τολμῶ)).
English (Autenrieth)
εῖα, ύ: bold, daring, confident.
English (Slater)
θρᾰσύς (-ύν; -εῖ(α), -είᾳ, -εῖαι, -ειᾶν; -ύ, -εῖ, -έων: preceding vowel always lengthened except (P. 12.7) )
&nnbsp; a bold, intrepid θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς (P. 10.44) Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα (N. 3.50) καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ (N. 5.39) ἔργων θρασέων ἕνεκεν (N. 10.3) “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” (I. 6.45) θρασειᾶν ἀλωπέκων fr. 237. c. epexeg. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.50) Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι (cf. Eustath., Il. 311. 21. ὡς καὶ τῶν Δολόπων δεξιῶν ὄντων σφενδονητῶν) fr. 183.
b in bad sense, savage θρασειᾶν λτ;Γοργόνων> (P. 12.7) θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (I. 1.13) παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις (Pae. 6.86)
Greek Monolingual
-εία, -ύ (ΑΜ θρασύς, -εῖα, -ύ, Α θηλ. και θρασέα)
αυθάδης, αναιδής
μσν.
1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος
2. δυνατός
3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ
θάρρος, γενναιότητα, τόλμη
μσν.-αρχ.
γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος
αρχ.
1. ριψοκίνδυνος, παράτολμος
2. υπερήφανος, αλαζόνας
3. φρ. «τὸ μὴ θρασύ» — η μετριοφροσύνη
4. (το ουδ. ως επίρρ.) θρασύ
θρασέως.
επίρρ...
θρασέως και θρασά και θρασέα και θρασεά (ΑΜ θρασέως Α και αιολ. τύπος θροσέως)
νεοελλ.
με θρασύτητα, με αυθάδεια
μσν.-αρχ.
με τρόπο υπερβολικά τολμηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. θρασύς, που μαρτυρείται παράλληλα προς το θάρσος, προέρχεται από τη συνεσταλμένη βαθμίδα dhrs- της ρίζας dhers- «τολμώ, είμαι παράτολμος, ριψοκίνδυνος» και συνδέεται με αρχ. ινδ. dhrsu-, αν και τα λογοτεχνικά κείμενα παραδίδουν τ. dhrsnu- «τολμηρός», μεταπλασμένο βάσει του ενεστ. dhrs-n-oti. Αναλυτικότερα, από dhrsu-s προέκυψε ο ελλ. τ. θαρσύς, που δεν μαρτυρείται, μαρτυρούνται όμως παράγωγα και σύνθετα του (πρβλ. θαρσύνω, Θαρσύβιος). Ο τ. θρασύς προέκυψε αναλογικά προς τον θαρσύς, από όπου και διατήρησε το -σ- μεταξύ φωνηέντων. Η λ. στον Όμηρο έχει τη σημ. «γενναίος, ανδρείος», ως προσωνυμία του Έκτορος και άλλων ηρώων. Επίσης χαρακτηρίζει τη λ. πόλεμος («θαρραλέα μάχη») και τη λ. χείρες («ατρόμητα, άφοβα χέρια»). Στον Θουκυδίδη συνοδεύει τη λ. ελπίς (πρβλ. ελπίς θρασεία του μέλλοντος), ενώ αργότερα άρχισε να εξειδικεύεται η σημασία της λ. «ριψοκίνδυνος, υπερήφανος, αλαζόνας», για να γίνει τελικά κακόσημη «αυτός που έχει θράσος»].
Greek Monotonic
θρᾰσύς: -εῖα, -ύ,
I. 1. γενναίος, τολμηρός, θαρραλέος, αυτός που έχει πίστη και πεποίθηση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, γεμάτη ελπίδα για το μέλλον, σε Θουκ.
2. με αρνητική σημασία, παράτολμος, ορμητικός, ριψοκίνδυνος, αδιάντροπος, θρασύς, Λατ. audax, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτά που επιχειρούνται, με απαρ., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, τολμώ να πω αυτό, σε Πίνδ.· οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; σε Σοφ.
III. επίρρ. -έως· συγκρ. θρασύτερον, παράτολμα, με θάρρος περισσότερο από όσο πρέπει, σε Θουκ.
Middle Liddell
θρᾰσύς, εῖα, ύ,
I. bold, spirited, courageous, confident, Hom., Hdt., Attic; θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence for the future, Thuc.
2. in bad sense, over-bold, rash, venturous, Lat. audax, Od., Attic
II. of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pind.; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Soph.
III. adv. -έως; comp. θρασύτερον, too boldly, Thuc.
English (Woodhouse)
bold, brave, daring, rash, shameless, pushing
Mantoulidis Etymological
(=τολμηρός, ριψοκίνδυνος). Ἀπό τό θράσος ἤ θάρσος ἤ θάρρος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
audacius, rather boldly, 3.13.7, 8.92.2,
SUP. 8.84.2.
Lexicon Thucydideum
audax, daring, bold, 3.39.3, 7.77.3, [vulgo commonly θαρσεῖα].
COMP. 2.89.3.
Translations
brave
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi