στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
adv.hardiment;Cp. θρασύτερον, Sp. θρασύτατα.Étymologie: θρασύς.
θρᾰσέως:1 смело, храбро Arph., Thuc.;2 дерзко, нагло Thuc.