ἀποχωριστέον
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
A one must separate, remove, Gp.16.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωριστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις να ἀποχωρίσῃ, Γεωπ. 16.1, 5: - Οὐσιαστ. -ιστής, ὁ, ὁ ἀποχωρίζων, Γλωσσ.: - Ἐπίθ. -τικός, ή, όν, ὁ ἀποχωρίζων, Γρηγ. Νύσσ.