πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
κοίτα sleeping with, love-making καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)
κοίτα: ἡ дор. = κοίτη.