μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
κνᾰφευτική: ἡ (sc. τέχνη) валяльное искусство Plat.
κναφευτική -ῆς, ἡ [κναφεύω] ( sc. τέχνη) vollersambacht.