λάβρως
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
adv.
1 avec force, avec véhémence;
2 avec voracité.
Étymologie: λάβρος.
λάβρως:
1) бурно, стремительно (καταιγίζειν Diod.);
2) жадно, прожорливо (τῇ βρώσει χρῆσθαι Arst.; διαρταμεῖν Aesch.).