λάβρως

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec force, avec véhémence;
2 avec voracité.
Étymologie: λάβρος.

Greek Monolingual

λάβρως (Α)
επίρρ. βλ. λάβρος.

Russian (Dvoretsky)

λάβρως:
1 бурно, стремительно (καταιγίζειν Diod.);
2 жадно, прожорливо (τῇ βρώσει χρῆσθαι Arst.; διαρταμεῖν Aesch.).