λιψουρία

Revision as of 03:15, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, (λίπτομαι, οὖρον)

   A desire to make water, A.Ch.756.

Greek (Liddell-Scott)

λιψουρία: ἡ, ἐπιθυμία πρὸς οὔρησιν, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 756.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désir d’uriner.
Étymologie: λίπτω, οὐρέω.

Greek Monolingual

λιψουρία, ἡ (Α)
επιθυμία για ούρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίψουρος ή λιψουρῶ < λίπτω + οὖρον.

Greek Monotonic

λιψουρία: ἡ (οὖρον), επιθυμία για ούρηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λιψουρία:λίπτομαι позыв к мочеиспусканию Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: desire to make water (A. Ch. 756).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Abstractformation in -ία from a supposed *λιψ-ουρέω or *λίψ-ουρος, governing compound from *λῖψαι desire (to λίπτω, s. v.) and οὖρον (cf. Schwyzer 444: 2b, 468: 4). From this was created λίψ ἐπιθυμία H.?