οὖρον

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖρον Medium diacritics: οὖρον Low diacritics: ούρον Capitals: ΟΥΡΟΝ
Transliteration A: oûron Transliteration B: ouron Transliteration C: oyron Beta Code: ou)=ron

English (LSJ)

(A), τό, urine, Hdt.2.111, etc.: pl., Hp.Aph.4.69,72, Thphr. Od.60(62). (Cf. Skt. vāri 'water', Lat. ūrīna.)

(B), τό, limit, range, δίσκου οὖρα Il.23.431, cf. δίσκουρα; ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων, αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸν ἄροτρον the range of mules, i.e. the breadth of land ploughed in a day by mules, the length of the furrow being fixed, 10.351: so in sg., ὅσσον τ' ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιιν, τόσσον ὑπεκπροθέων Od.8.124; later, simply, boundaries, in plural, A.R. 2.795.

German (Pape)

[Seite 419] τό (von ορ, ὄρνυμι), der Raum, über den sich eine Bewegung hin erstreckt, nur Il. 23, 431, ὅσσα δὲ δίσκου οὖρα κατωμαδίοιο πέλονται – τόσσον ἐπεδραμέτην, so weit die Wurfweite des Diskos ist (vgl. δίσκουρα), u. Od. 8, 124, τῶν δὲ θέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος ἀμύμων· ὅσσον τ' ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιιν, τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκεθ', οἱ δ' ἐλίποντο, womit die unter ἐπίουρα angeführte Stelle aus Il. 10, 351 zu vergleichen, die, wie dort bemerkt ist, mit Spitzner richtiger ἐπὶ οὖρα getrennt zu schreiben ist, vgl. Spitzner exc. XX zur Il.; Aristarch. erkl. »soweit im Brachfelde beim Pflügen der Vorsprung der Maulthiere vor den Ochsen ist«, ταχύτεραι γάρ εἰσι τῶν βοῶν, wie Hom. auch selbst in der Stelle der Il. bemerkt; aber von einem solchen Vergleich ist in beiden Stellen nicht die Rede, und der Zusatz αἳ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸν ἄροτρον soll nur die Kraft und Geschwindigkeit der Maulthiere ausmalen; es ist also auch hier einfach »wie groß der Raum ist, den ein Maulthiergespann beim Pflügen des Brachlandes zurücklegt«, den man gewöhnlich den Maulthieren beim Pflügen zumuthet, wie Schol. Il. 1, 351 sagt: ἡλίκον ὅρμημα γίνεται τῶν ἡμιόνων τεμνόντων αὐλακα (nur daß er, wie E. Mv. οὖρος es auf ὅρος, die Gränze, zurückführt), od. ὅσον ἀροτριῶσα ἡμίονος ὑπὸ μίαν ὁρμὴν ὑπογράφειν δύναται, ὃ ἔστι πλέθρον; die Bestimmung, zwar kein genaues Maaß gebend, ist der Sprache des Volkes angemessen, vgl. Nitzsch zu Od. a. a. O. τό (mit ὀρός zusammenhangend), Urin, Ha rn; Her. 2, 111; Arist. H. A. 6, 24 u. Sp., wie Nic. Ther. 303 Al. 340.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
urine.
Étymologie: cf. lat. urina.
2ου (τό) :
portée, distance : οὖρον ἡμιονοῖν OD longueur du sillon que tracent deux mulets ; δίσκου οὖρα IL portée d'un disque.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élancer ; cf. ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

οὖρον:
I τό οὐρέω моча Her., Arst.
II τό ὄρνυμι или εὐρύς расстояние, протяжение, отрезок: δίσκου οὖρα Hom. расстояние брошенного, т. е. дальность полета диска; οὖ. ἡμιόνοιϊν (или ἡμιονοῖϊν) и οὖρα ἡμιόνων Hom. (максимальная) длина борозды, проводимая парой (пашущих) мулов (за один раз).

Greek (Liddell-Scott)

οὖρον: τό, «κάτουρον», Ἡρόδ. 2. 11, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1252. [Ἐντεῦθεν: οὐρέω, οὐρήθρα, οὐράνη, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. vâr-i (aqua) ur-ina, ur-inari· Γερμ. har-n. - ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 352.).

English (Autenrieth)

(cf. ὄρνῦμι): range, stretch; of the extent of a discus-throw (cf. δίσκουρα), Il. 23.431, and of a furrow's length, as ploughed by mules, Il. 10.351, Od. 8.124.

Greek Monolingual

oὖρον, τὸ (Α)
1. το διάστημα στο οποίο εκτείνεται μια κίνηση, όριο, τέρμα
2. στον πληθ. τὰ οὖρα
τα όρια
3. φρ. «oὖρα μυάς» — το φυτό μολόχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όρος (Ι)].

Greek Monotonic

οὖρον: τό, Ιων. αντί ὅρος, όριο, σύνορο· χρησιμ. από τον Όμηρ. σε τρία χωρία, δηλ. ὅσα δίσκου οὖρα πέλονται, όσο είναι το όριο ή το διάστημα που διάνυσε ο δίσκος μετά τη ρίψη του (πρβλ. δίσκουρα), σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων, όσο μεγάλη είναι η περιοχή που οργώνουν τα μουλάρια, στο ίδ.· και ομοίως, πληρέστερα, ὅσσον τ' οὖρον πέλει ἡμιόνοιϊν, τόσον ὑπεκπροθέων, σε Ομήρ. Οδ.· αβέβαιη η απόσταση που οργώνουν τα μουλάρια· συνήθως πρόκειται για την απόσταση στην οποία τα μουλάρια θα ξεπερνούσαν τα βόδια κατά το όργωμα ίδιας έκτασης στην ίδια χρονική στιγμή.
οὖρον: τό, ούρο, ούρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: urine
See also: s. οὑρέω.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: in οὖρον, -α ἡμιόνοιϊν, -νων (θ 124, Κ 351) and δίσκου οὑρα (Ψ 431, δίσκουρα Ψ 523) as measure of length; after it only οὖρα (A. R. 2, 795).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because the concrete meaning is unknown, not certainly explained. Wackernagels, Akzent 13 (Kl. Schr. 2, 1082) n.1 (p. 14), supposed that οὖρα was orig. a collective plural to οὖρος frontier-(furrow) (or to οὑροί?), to which the sing. οὖρον was an innovation. Details in Bechtel Lex. 261 f. Older attempts in Bq (rejected).

Middle Liddell

οὖρον, ου, τό,
urine, Hdt., etc.
οὖρον, ου, τό, [ionic for ὅρος
boundary, used by Hom. in three places, viz., ὅσα δίσκου οὖρα πέλονται as far as is the limit or space of a quoit's throw (cf. δίσκουρἀ, Il.; ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων as far as is the range of mules (in ploughing), Il.; and so, more fully ὅσσον τ' οὖρον πέλει ἡμιόνοιϊν, τόσσον ὑπεκπροθέων Od.: —what the distance expressed by the range of mules may be is uncertain; the common explanation is the length by which mules would distance oxen in ploughing a given space in the same time.

Frisk Etymology German

οὖρον: 1.
{oũron}
Grammar: n.
Meaning: Harn
See also: s. οὐρέω.
Page 2,447
2.
{oũron}
Grammar: n.
Meaning: in οὖρον, -α ἡμιόνοιϊν, -νων (θ 124, Κ 351) und δίσκου οὖρα (Ψ 431, δίσκουρα Ψ 523) als Längenmaß; danach nur οὖρα (A. R. 2, 795).
Etymology: Wegen des unbekannten konkreten Hintergrundes nicht sicher erklärt. Viel für sich hat die Vermutung Wackernagels, Akzent 13 (Kl. Schr. 2, 1082) A.1 (S. 14), οὖρα sei urspr. ein kollektiver Plural zu οὖρος ‘Grenz-(furche)’ (od. zu οὐροί?), wozu der Sing. οὖρον als Neubildung. Einzelheiten bei Bechtel Lex. 261 f. Ältere Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,447-448

Mantoulidis Etymological

1 (=κάτουρο). Δές γιά παράγωγα στό οὐρέω ῶ.
2 (=σύνορο). Ἀντί τοῦ οὖρος -ὅρος (=σύνορο).

Translations

boundary

Arabic: حَدّ‎; Armenian: սահման; Belarusian: мяжа, грані́ца; Bulgarian: граница; Catalan: frontera, terme; Chinese Mandarin: 邊界/边界; Czech: hranice; Dutch: grens; Estonian: piir; Finnish: raja, reuna, rajaviiva; French: frontière, limite; Gagauz: graniţa, граница; Galician: fronteira, estrema, linde, límite, lindeiro, derrego; Georgian: მიჯნა; German: Grenze; Gothic: 𐌼𐌰𐍂𐌺𐌰; Greek: σύνορο, όριο; Ancient Greek: κανών, μεσόριον, μεσούριον, ὁρία, ὅρια, ὅριον, ὅρισμα, ὁρισμός, ὁροθέσια, ὅρος, οὖρον, οὖρος, πέρας, τέκμαρ, τέκμωρ, τέλσον, τέρμα, τέρμων, φόσσατον; Hebrew: גְּבוּל‎; Hungarian: határ, mezsgye; Italian: confine, limite; Japanese: 境界, 境; Kikuyu: mũhaka; Kurdish Central Kurdish: سِنور‎; Latin: terminus, finis; Lithuanian: riba; Malayalam: അതിർത്തി, അതിര്; Manchu: ᡠᠵᠠᠨ; Maori: kotinga, matawehe, pātanga, rohenga, rohe tauārai, paenga, taupā, tepe, aukati, tuakoi, ripa; Mongolian: хил, зааг, хилийн шугам, саад тотгор, тээг, садаа; Norwegian Bokmål: grense, avgrensing; Nynorsk: grense, avgrensing; Oromo: daangaa; Persian: مرز‎; Polish: granica; Portuguese: fronteira; Romanian: frontieră, graniță, limită; Russian: граница, межа; Slovak: hranica, medza; Somali: xad; Spanish: frontera, límite, linde, lindero; Swahili: mpaka; Swedish: gräns; Tagalog: hangganan; Tamil: எல்லை; Tyap: gak; Ukrainian: кордон, межа, границя; Welsh: ffin; Zazaki: sinor