μεθόρια
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Russian (Dvoretsky)
μεθόρια: τά границы, рубеж, пограничная полоса, Xen., Luc.; перен. нечто промежуточное (φιλοσόφου ἀνδρὸς καὶ πολιτικοῦ Plat.).
English (Woodhouse)
(see also: μεθόριος) border line, boundary, borders