ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
νῑκητήριον: τό1) (sc. ἆθλον) награда победителю (Arph., Xen. etc.; τὰ νικητήρια φέρειν, φέρεσθαι или κομίζεσθαι Plat.);2) pl. (sc. ἱερά) празднование победы (ν. ἑστιᾶν Xen., Plut.).