ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ος, ον :poét. c. Ὀδύσσειος : d'Ulysse.Étymologie: Ὀδυσσεύς.
Ὀδυσήϊος: ῆος ὁ эп. = Ὀδυσσεύς.эп. = Ὀδύσσειος.