ὄδυρμα

Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A complaint, wailing, mostly in pl., A.Ch.508, S. Tr.50, etc. : in sg., E.Tr.1226.

German (Pape)

[Seite 295] τό, die Klage, Wehklage; ὑπὲρ σοῦ τοιάδ' ἔστ' ὀδύρματα, Aesch. Ch. 501; πανδάκρυτ' ὀδύρματα γοωμένη, Soph. Trach. 50; Eur. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ὄδυρμα: τό, ὀδυρμός, θρῆνος, Τραγ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Χο. 508, Σοφ. Τρ. 50, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Εὐρ. Τρῳ. 1227.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plainte, lamentation.
Étymologie: ὀδύρομαι.

Greek Monotonic

ὄδυρμα: -ατος, τό, παράπονο, θρηνωδία, στους Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

ὄδυρμα: ατος τό Trag. (преимущ. pl.) = ὀδυρμός.

Middle Liddell

ὄδυρμα, ατος, τό, [from ὀδύρομαι
a complaint, wailing, Trag.