ὀδυρμός
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ὁ, lamentation, ὀδυρμοὶ καὶ γόοι A.Pr.33; γήξασ' ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων E.Ph.1071; θρήνων ὀδυρμοί Id.Tr.609; ὀδυρμοὺς, καὶ οἴκτους Pl.R. 387d; θρήνων τε καὶ ὀδυρμῶν ib.398d, al., cf. Call.Fr.1.7 P.: c. gen., τῆς τύχης ὀ. lamentation for... Plu.Demetr.47.
German (Pape)
[Seite 295] ὁ, das Klagen, Wehklagen; καὶ γόοι, Aesch. Prom. 33; Eur. Phoen. 1078 u. öfter; καὶ θρῆνοι, Plat. Rep. III, 398 d; auch plur., καὶ οἶκτοι, ib. 387 b.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
plainte, lamentation.
Étymologie: ὀδύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀδυρμός: ὁ жалоба, сетование (ὀ. καὶ οἶκτος Plat.; ὀδυρμοὶ καὶ γόοι Aesch.): τῆς τύχης ὀ. Plut. сетование на судьбу.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδυρμός: ὁ, τὸ ὀδύρεσθαι, ὀδ. καὶ γόοι Αἰσχύλ. Πρ. 33· λήξασ’ ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων Εὐρ. Φοίν. 1071· θρήνων ὀδυρμοὶ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 605· ὀδυρμὸς καὶ οἶκτος Πλάτ. Πολ. 398D· θρήνων τε καὶ ὀδυρμῶν αὐτόθι 398D· ἀλλὰ μετὰ γεν., τῆς τύχης ὀδ..., Πλουτ. Δημήτρ. 47.
English (Strong)
from a derivative of the base of δύνω; moaning, i.e. lamentation: mourning.
English (Thayer)
ὀδυρμοῦ, ὁ (ὀδύρομαι to wail, lament (see κλαίω, at the end)), a wailing, lamentation, mourning: תַּמְרוּרִים); Aeschylus, Euripides, Plato, Josephus, Plutarch, Aelian v. h. 14,22.)
Greek Monolingual
ο (Α ὀδυρμός) οδύρομαι
γοερό κλάμα, θρήνος, ολοφυρμός («ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων», Ευρ.).
Greek Monotonic
ὀδυρμός: ὁ, παράπονο, θρήνος, γόος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ὀδυρμός, οῦ, ὁ,
a complaining, lamentation, Aesch., Eur., etc. [from ὀδύρομαι
Chinese
原文音譯:ÑdurmÒj 哦低而摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:痛苦 湧出
字義溯源:呻吟,哀痛,悲哀,哭,哀慟;源自(δύνω)=落下);而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)。參讀 (ὀδύνη)同義字
出現次數:總共(2);太(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 哀慟(1) 林後7:7;
2) 哭的(1) 太2:18
Translations
lamentation
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe