ὀρείκτιτος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ον,
A dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.
English (Slater)
ὀρείκτιτος
1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
Greek Monolingual
ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].
Russian (Dvoretsky)
ὀρείκτῐτος: Pind. v. l. = ὀρικτίτης.