γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(ἡ) :s.e. τέχνη;l'art de la cuisine.Étymologie: ὀψοποιέω.
ὀψοποιητική: ἡ (sc. τέχνη) поваренное искусство Arst.