παρευδιάζομαι

Revision as of 15:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A live at peace with one's neighbours, Plb.4.32.5.

German (Pape)

[Seite 519] = παρευδιάω, Pol. 4, 32, 5, ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι.

Greek (Liddell-Scott)

παρευδιάζομαι: ζῶ ἡσύχως μεταξὺ ἄλλων, ἦγον τὴν εἰρήνην παρευδιαζόμενοι Πολύβ. 4. 32, 5.

Greek Monolingual

Α
ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐδιάζω / -ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρευδιάζομαι: жить безмятежно, наслаждаться покоем: ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι Polyb. (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром.