ησυχάζω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

και συχάζω (AM ἡσυχάζω)
Ι. (αμτβ.)
1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ
2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν» — η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.)
3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι
4. παύω να ανησυχώ, ανακτώ τη διαταραγμένη ησυχία μου, καθησυχάζω, απαλλάσσομαι από φροντίδα
5. απαλλάσσομαι από κάποιον («πότε θα ησυχάσουμε απ' αυτόν»)
6. σιωπώ, καταπραΰνομαι, γαληνεύω («τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», Σολωμ.)
ΙΙ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να ησυχάσει, του επιβάλλω σιωπή, τον καταπραΰνω, τον κατευνάζω
νεοελλ.
1. (αμτβ.) παύω να κινούμαι, να ενεργώ, να δημιουργώ αταξία και ταραχή («αν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω»)
2. απαλλάσσομαι από τα βάσανα της ζωής, πεθαίνω
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. (αμτβ.) ζω ως αναχωρητής, μονάζω
μσν.
(μτβ.) παύω, σταματώ κάτι
αρχ.
1. (μτβ.) επιβάλλω σιωπή, ησυχία
2. (το μέσ. απροσ.) ἡσυχάζεται
υπάρχει ησυχία («ἡσυχάζεται δὲ ἐπί τῆς γῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -άζω (πρβλ. ερημ-άζω < έρημος)].