ἦγον

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

French (Bailly abrégé)

impf. de ἄγω.

Greek Monotonic

ἦγον: παρατ. του ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἦγον: impf. к ἄγω.