πασσέληνος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
πασσέληνος: -ον, ἀντὶ πανσ-, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρ’ Ἀριστ.
Greek Monolingual
ή, Α
βλ. πανσέληνος.
Greek Monotonic
πασσέληνος: -ον = παν-σέληνος.
Russian (Dvoretsky)
πασσέληνος: Arst. = πανσέληνος I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσέληνος zie πανσέληνος.