ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
adv.avec une ardeur extrême.Étymologie: περιοργής.
περιοργῶς: в гневе, тж. страстно (ἐπιθυμεῖν Aesch.).