περιοργής
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
περιοργές, very angry or wrathful, furious, Th.4.130, J.AJ18.8.1, D.C. 39.19. Adv. περιοργῶς = with great anger A.Ag.216 (lyr., dub., fort. περιόργῳ from Adj. περίοργος).
German (Pape)
[Seite 585] ές, sehr zornig, sehr heftig, Thuc. 4, 130; περιοργῶς ἐπιθυμεῖν, Aesch. Ag. 209.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très irrité.
Étymologie: περί, ὀργή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιοργής -ές [περί, ὀργή] woedend.
Russian (Dvoretsky)
περιοργής: крайне разгневанный, весьма раздраженный Thuc.
Greek Monolingual
-ές, Α
γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιοργῶς
με πάρα πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλοργής].
Greek Monotonic
περιοργής: -ές (ὀργή), πολύ θυμωμένος ή οργισμένος, σε Θουκ.· επίρρ. -γῶς, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
περιοργής: -ές, πλήρης ὀργῆς, λίαν ὠργισμένος, Θουκ. 4. 130, Δίων Κ. 39. 19. Ἐπίρρ. -γῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 216. - Καθ’ Ἡσύχ. «περιοργῶς· ὑπεροργόντως. καὶ παρωρμημένως».
Middle Liddell
περι-οργής, ές ὀργή
very angry or wrathful, Thuc. adv. -γῶς, Aesch.
English (Woodhouse)
Translations
Arabic South Levantine Arabic: غضبان; Armenian: կատաղի; Belarusian: раз'юшаны, шалёны, раз'яраны; Bulgarian: яростен, бесен; Catalan: furiós; Chinese Mandarin: 憤怒的, 愤怒的, 狂怒的, 暴怒的; Danish: rasende; Dutch: woedend; Esperanto: furioza, kolerega; Finnish: raivoissaan, raivostunut, raivoisa, raivokas; French: furieux; Galician: furioso; Georgian: მძვინვარე, გაავებული, შმაგი, ველური, გაცოფებული, გახელებული; German: wütend, erbost; Greek: μανιασμένος, μαινόμενος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: μάργος; Hungarian: őrjöngő; Javanese: wengis; Latin: furiosus; Lithuanian: įnirtingas; Malay: bengis; Maori: rūtaki, wheke, pukuriri; Middle English: furious; Norman: enraigi, futhieux; Norwegian: olm; Bokmål: rasende; Occitan: furiós; Old English: hātheort; Old Javanese: wĕngis; Plautdietsch: doll, fuchtich; Polish: wściekły, rozjuszony; Portuguese: furioso; Romanian: furios; Russian: яростный, разъярённый, свирепый, разгневанный, бешеный, взбешенный; Scots: frenfi; Scottish Gaelic: fiadhaich; Sicilian: sdilliriatu, smarmanicu; Spanish: furioso; Swedish: ursinnig, rasande, furiös; Turkish: kızgın; Ukrainian: шалений, роз'юшений, розлютований; Volapük: lezunik
wrathful
French: courroucé; Georgian: მრისხანე, შმაგი; German: zornig, erzürnt; Greek: έξαλλος, εξοργισμένος, έξω φρενών, οργισμένος; Ancient Greek: ἀποργής, ἀρισκυδής, βαρύκοτος, βαρυμάνιος, βαρυμήνιος, βαρύμηνις, δύσμηνις, ἐπίκοτος, θυμοπληθής, κοτήεις, μηνιτής, περίθυμος, περιοργής, ὑπέρχολος, χολωτός; Manx: corree, jymmoosagh, fargagh; Norwegian: olm; Polish: gniewny; Russian: гневный, разгневанный, рассерженный; Spanish: furioso