πολυφάγος

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. πουλ-, ον,

   A eating to excess, Hp.Vict.2.49, Arist.Fr. 520.

German (Pape)

[Seite 675] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων εἰς ὑπερβολήν, Ἱππ. 358. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 477. ― Ἰδὲ Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ο / πολυφάγος, -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος
(μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία είναι παράσιτα φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ολιγο-φάγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphagus].

Russian (Dvoretsky)

πολυφάγος: (ᾰ) прожорливый Arst.