σάκανδρος

Revision as of 08:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A pudenda muliebria, Ar.Lys.824:—so σάκας, ὁ, Hsch.; σάκτας, ὁ, Phot.s.v. σάραβον (= Com.Adesp.1135).

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, die weibliche Schaam, kom. Ausdruck des Ar., Lys. 824.

Greek (Liddell-Scott)

σάκανδρος: ὁ, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 824· - οὕτω, σάκας, ὁ, Ἡσύχ.· σάκτας, ὁ, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sac;
2 p. anal., pudenda muliebria (AR Lys.).
Étymologie: σάκος, ἀνήρ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το γυναικείο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ., σύνθ. με α' συνθετικό τη λ. σάκ(κ)ος και β' συνθετικό τη λ. ἀνήρ, ἀνδρός].

Russian (Dvoretsky)

σάκανδρος:σάκκος 2 + ἀνήρ pudenda muliebria Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάκανδρος -ου, ὁ [σάκ(κ)ος, ἀνήρ?] ‘harigheid’ (voor mannen?) (d.w.z. behaarde kut). Aristoph. Lys. 824.