στοχαστικῶς
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une façon conjecturale.
Étymologie: στοχαστικός.
Russian (Dvoretsky)
στοχαστικῶς: путем догадки или умозаключения: πρὸς τὰ ἔνδοξα σ. ἔχειν Arst. умозаключать о вероятном.