συνόλως

Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.

Russian (Dvoretsky)

συνόλως: в целом, вообще Isocr.