σύρραγμα

Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Greek Monolingual

τὸ, Α συρράσσω
σύγκρουση, συμπλοκή.

Russian (Dvoretsky)

σύρραγμα: ατος τό столкновение, стычка Plut.