συμπλοκή

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλοκή Medium diacritics: συμπλοκή Low diacritics: συμπλοκή Capitals: ΣΥΜΠΛΟΚΗ
Transliteration A: symplokḗ Transliteration B: symplokē Transliteration C: symploki Beta Code: sumplokh/

English (LSJ)

ἡ,
A intertwining, complication, combination, τῇ [τῶν ἀτόμων] συμπλοκῇ.. πάντα γεννᾶσθαι Democr. ap. Arist.Cael.303a7, cf. Thphr. Sens.66, Sor.2.4; used by Pl. as a generic term for weaving and its kindred arts, Plt.281a, cf. 306a, al.; ἡ ἁπάντων πρὸς ἄλληλα σ. Plb.1.4.11, cf. Phld.Sign.37, D.3.8 (pl.); συνέχεια καὶ σ. Plot.3.1.4; εἱμαρμένη defined as σ. αἰτιῶν, Stoic.2.284.
2 struggle, especially of wrestlers, ἡ ἐν ταῖς σ. μάχη a close struggle, Pl.Lg.833a, cf. Plb. 1.15.3, Gal.15.126,197; of ships, close engagement, Plb.1.27.12, 1.28.11, SIG567.11 (Calymna, iii B.C.); of cavalry, Onos.10.6.
3 embrace, sexual intercourse, Pl.Smp. 191c, Arist.HA540b21, Corn. ND24, Sor.1.31, al.
4 combination of letters to form a word or of words to form a proposition, Pl.Plt. 278b sq.; λόγος ἐγένετο.. ἡ πρώτη σ. Id.Sph.262c, cf. Tht.202b, D.H.Pomp.6; σ. τῶν ὀνομάτων Demetr.Lac.Herc.1113.2, cf. Phld.Po.2.33, al.; also combination of mental acts so as to form one entity, οὐδὲ σ. δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη Arist.de An.428a25, cf. PA643b16; combination of subject and predicate, σ. γὰρ νοημάτων ἐστὶ τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος Id.de An.432a11, cf. Top.113a1; κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι, opp. ἄνευ συμπλοκῆς, Id.Cat.1a16, cf. Stoic.2.69, etc.
5 Gramm., the copula, D.H.Dem.9.
6 Rhet., interweaving of various styles, Id.Rh.8.8: but also name of a rhet. figure, Alex.Fig.p.30S.
7 Medic., of ingredients, μετὰ τῆς πρὸς τοὺς φοίνικας συμπλοκῆς in combination with.., Sor.1.50, cf. 115.

German (Pape)

[Seite 988] ἡ, Verflechtung, Verbindung; Plat. Polit. 281 a; ὀνομάτων συμπλοκὴν εἶναι λόγου ὐσίαν, Soph. 240 c; vgl. Arist. categ. 2, κατὰ υμπλοκὴν λέγεται ὁ ἄνθρωπος νικᾷ; auch κινδυνεύει τοιαύτην τινὰ πεπλέχθαι συμπλοκὴν τὸ μὴ ὂν τῷ ὄντι, Plat. Soph. 240 c; Umarmung, Conv. 191 c, auch vom Beischlaf, vom Kampfe der Ringer, u. allgemein, ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη, Plat. Legg. VIII, 833 a; oft bei Pol. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
entrelacement :
1 union, liaison;
2 embrassement, relations sexuelles;
3 engagement, lutte;
4 t. de gramm. et de log. combinaison de lettres pour former des mots, de mots pour former des propositions ; particul. combinaison du sujet et de l'attribut.
Étymologie: συμπλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπλοκή -ῆς, ἡ [συμπλέκω] van zaken het in elkaar gevlochten zijn, vervlechting. Plat. Plt. 281a. van letters en woorden verbinding, combinatie. van personen verstrengeling, omhelzing. Plat. Smp. 191c. vechtpartij. Plat. Lg. 833a.

Russian (Dvoretsky)

συμπλοκή:
1 сплетение, соединение, связь, сочетание (ἀτόμων Democr. ap. Arst.; ὀνομάτων Plat.; ἁπάντων πρὸς ἄλληλα Polyb.): κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι Arst. употребляться в (грамматической) связи, т. е. в контексте;
2 схватка: ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη Plat. борьба врукопашную;
3 соитие Plat., Arst.;
4 грам. связка или союз.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλοκή: ἡ, ἡ μεθ’ ἑτέρου πλοκή, συνδυασμός, τῇ [τῶν ἀτόμων] συμπλοκῇ... πάντα γενέσθαι Δημόκρ. παρ’ Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 3. 4, 6· κεῖται παρὰ Πλάτ. ὡς γενικὸν ὄνομα τῆς ὑφαντικῆς καὶ τῶν ὁμοίων τεχνῶν, Πολιτικ. 281Α, 305Ε, κ. ἀλλ.· ἡ ἁπάντων πρὸς ἄλληλα σ. Πολύβ. 1. 4, 11. 2) ἀγών, μάλιστα τῶν παλαιστῶν, ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη, ἐκ τοῦ συστάδην, Πλάτ. Νόμ. 833Α, πρβλ. Πολύβ. 1. 15. 3· ὡσάυτως, ἐπὶ πλοίων, ἡ ἐκ τοῦ πλησίον σύγκρουσις, ναυμαχία, ὁ αὐτ. 1. 27, 12., 1. 28, 11. 3) ἐναγκαλισμός, σαρκικὴ μῖξις, Πλάτ. Συμπ. 191C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5. 4) συνδυασμὸς γραμμάτων πρὸς σχηματισμόν λέξεως, ἢ λέξεων πρὸς σχηματισμὸν προτάσεως, Πλάτ. Πολιτικ. 278Β, κἑξ.· λόγος ἐγένετο... ἡ πρώτη σ. ὁ αὐτ. εἰς Σοφ 262C, πρβλ. Θεαίτ. 202Β ὡσαύτως συνδυασμὸς ἐνεργειῶν διανοητικῶν εἰς σχηματισμὸν μιᾶς ἐννοίας, οὐδὲ σ. δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 9, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 15, Τοπ, 2. 7, 2· ― ὁ συνδυασμὸς ἢ σύνδεσις ὑποκειμένου καὶ κατηγορουμένου, σ. γὰρ νοημάτων ἐστὶ τὸ ἀληθὲς ἢ ψεῦδος ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 3. 8, 6· κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι, ἀντίθετ. τῷ ἄνευ συμπλοκῆς, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 2, 1, κτλ. 5) παρὰ τοῖς γραμμ., σύνδεσμος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συμπλέκω
1 σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῦ φρονεῖν», Πολύβ.)
2 συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως υποκειμένου και κατηγορουμένου («κατὰ συμπλοκὴν λέγεσθαι», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1 σύγκρουση μικρής διάρκειας μεταξύ αντιπάλων, τσακωμός
2 (ποιν. δίκ.) φιλονικία μεταξύ τριών ή περισσότερων προσώπων που συντελείται με αμοιβαίες βιαιοπραγίες κατά του σώματος
μσν.
στενή σχέση μεταξύ προσώπων («συμπλοκὴν τὴν πρὸς ὑμᾱς ἐκπορεύσομαι, ἣν ἡ πίστις συνδεῖ τοὺς ὁμόφρονας», Σωφρ.)
μσν.-αρχ.
1 η πλοκή μαζί με άλλα, η συνύφανση
2 συσχετισμός, συνδυασμός («τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς», Πολ.)
3 η ενότητα σώματος και ψυχής («τὸ διττὸν καὶ ἑτερογενὲς τῆς ἐν ἡμῖν συμπλοκῆς καὶ ψυχῆς καὶ σώματος», Ευσ.)
4 η ένωση τών δύο φύσεων, της θεϊκής και της ανθρώπινης, στο πρόσωπο του Χριστού («πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἕνωσιν τοῦ λόγου καὶ συμπλοκὴν καὶ συνάφειαν ἀληθεστάτην», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1 ερωτική περίπτυξη, συνουσία («χρονιωτέρα γὰρ ἡ συμπλοκὴ πάντων τῶν ζωοτόκων ἢ τῶν ᾠοτόκων», Αριστοτ.)
2 συνδυασμός γραμμάτων για τον σχηματισμό λέξης ή λέξεων για τον σχηματισμό πρότασης
3 συνδυασμός λειτουργιών για να σχηματιστεί μια έννοια («οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φαντασία ἂν εἴη», Αριστοτ.)
4 γραμμ. σύνδεσμος
5 συνδυασμός ποικίλων τρόπων λεκτικού ύφους
6 (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνεται σε δύο ή περισσότερες προτάσεις η πρώτη και η τελευταία λέξη της προηγούμενης («ἐπὶ σαυτὸν καλεῖς, ἐπὶ τοὺς νόμους καλεῖς, ἐπὶ τὴν δημοκρατίαν καλεῖς», Αισχίν.)
7 συνδυασμός τών συστατικών ενός φαρμάκου.

Greek Monotonic

συμπλοκή: ἡ (συμπλέκω),·
1. περιπλοκή, διαπλοκή, εμπλοκή, επιπλοκή, σε Πλάτ.
2. μάχη σώμα με σώμα, σύρραξη, σύγκρουση, συμπλοκή, στον ίδ.

Middle Liddell

συμπλοκή, ἡ, συμπλέκω
1. an intertwining, complication, Plat.
2. a close struggle or engagement, Plat.