συρρήγνυμι

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρρήγνῡμι Medium diacritics: συρρήγνυμι Low diacritics: συρρήγνυμι Capitals: ΣΥΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: syrrḗgnymi Transliteration B: syrrēgnymi Transliteration C: syrrignymi Beta Code: surrh/gnumi

English (LSJ)

fut. συρρήξω: pf. Pass. συνέρρηγμαι: aor. Pass. συνερράγην [ᾰ]: intr. pf. 2 συνέρρωγα:
I trans., break in pieces, τὴν κεφαλήν Plu.Tim.34:—Pass., κακοῖσι συνέρρηκται = he is broken down by sufferings, Od.8.137.
2 unite by breaking partitions, τὸ γὰρ ἄστυ μίαν οἴκησίν φημι ποιήσειν συρρήξασ' εἰς ἓν ἅπαντα Ar.Ec.674 (anap.): intr., of rivers, ποταμοὶ καὶ ἄλλοι καὶ Ὕλλος συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον break into the Hermus, join it, Hdt.1.80:—Pass., of sores, run together, pass into one another, κίνδυνος ἂν εἴν συρραγῆναι τὰς ὠτειλάς Hp.Art.11; so, of ducts in the body, τὸ ἐξωτάτω τρῆμα συνερρωγὸς εἰς ταὐτό Arist.HA497a25; of internal ruptures, Diocl. Fr.79, Erasistr. ap. Gal.8.318.
II dash together: metaph., συρρήγνυμι πόλεμον cause war to break out, Plu.2.1049d:—Pass., ὁ πόλεμος ξυνερρώγει Th.1.66, cf. J.BJ1.19.1, D.C.38.47; πολέμου συρραγέντος Plu.2.322b; κραυγὴ συνερρήγνυτο Id.Arat.21; πότου νεανικοῦ συρραγέντος Id.Alex. 50; also συνερρωγότων.. αὐτῶν ἐς τὸν πόλεμον D.C.48.28.
2 Pass., meet in battle, engage, αἱ δυνάμεις συνερράγησαν Plu.Sull.18, cf. Caes. 45; τινι or πρός τινα, Id.Mar.26 (where συρράξεως follows), D.C. 40.17: generally, clash together, δύο σωμάτων συρραγέντων Plot.4.5.5; collide, of ships, J.BJ3.9.3: metaph., ἐθνῶν ἔθνεσι συρραγέντων ib. Prooemia 1.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέρρηξα, pf. intr. συνέρρωγα;
Pass. ao.2 συνερράγην, pf. συνέρρηγμαι;
I. tr. 1 mettre en pièces, fracasser, broyer ; Pass. fig. être brisé (par la souffrance);
2 faire éclater : πόλεμον PLUT une guerre ; Pass. éclater;
II. intr., au pf. συνέρρωγα, au pqp. συνερρώγειν et au Pass.
1 se briser l'un contre l'autre, s'entrechoquer;
2 faire explosion, éclater;
3 se rencontrer en parl. de deux fleuves.
Étymologie: σύν, ῥήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρρήγνῡμι, Att. ook ξυρρήγνυμι [σύν, ῥήγνυμι] act. met acc. geheel breken, kapotbreken; ook overdr.. κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν hij is door veel tegenspoed gebroken Od. 8.137; τὸ ἄστυ μίαν οἴκησίν φημι ποιήσειν συρρήξασ’ εἰς ἕν ἅπαντα ik denk dat ik van de stad één woning zal maken door alles door te breken tot één geheel Aristoph. Eccl. 674. intrans., van rivieren samenvloeien. Hdt. pass., intrans. samenkomen, in elkaar overgaan (van wonden). Hp. uitbreken (van oorlog). Thuc. 1.66. slaags raken:; αἱ πεζαὶ δυνάμεις συνερράγησαν de infanterieën raakten slaags Plut. Sull. 18.7; met dat. met iem.. Plut. Mar. 26.6.

German (Pape)

[νῡ], (Nebenformen συρρηγνύω, συρράσσω, s. ῥήγνυμι), zerreißen, zerbrechen, zersprengen, zerschmettern; übertragen, κακοῖσι συνέρρηκται, er ist von Leiden, vom Unglück gebrochen, Od. 8.137; συρρήξασ' εἰς ἓν ἅπαντα, Ar. Eccl. 674; zusammenschmettern, zwischen Mehrern Etwas zum Ausbruch bringen, vom lauten Getöse, Kriege, Plut. Stoic. repugn. 33. – Pass. und perf. act. zerreißen, zerplatzen, zum Ausbruch kommen, οὐ μέντοι ὅγε πόλεμός πω ξυνερρώγει Thuc. 1.66, und Folgde, κραυγὴ συνερρήγνυτο πανταχόθεν ἄσημος, von allen Seiten brach ein dumpfes Geschrei los, Plut. Arat. 21; feindlich an einander geraten, bes. in der Schlacht, Plut. Caes. 45 und D.Cass.; von Flüssen, brausend zusammenfließen, Ὕλλος συρρήγνυσι ἐς τὸν Ἕρμον, Her. 1.80; vgl. DS. 17.98; auch αἰδοῖον συνερρωγὸς εἰς ἓν τρῆμα τὸ ἐξωτάτω, Arist. H.A. 1 E.

Russian (Dvoretsky)

συρρήγνῡμι: (aor. συνέρρηξα; pass.: aor. 2 συνερράγην, pf. συνέρρηγμαι; к 4-6: pf. συνέρρωγα, ppf. συνερρώγειν)
1 разбивать (τὴν κεφαλήν Plut.): κακοῖσι συνέρρηκται Hom. он надломлен невзгодами;
2 смешивать: εἰς ἓν ἅπαντα συρρῆξαι Arph. смешать все воедино;
3 заставить разразиться, т. е. вызывать (πόλεμον Plut.): τοῦ πολέμου συρραγέντος Plut. когда вспыхнула война; κραυγὴ συνερρήγνυτο πανταχόθεν Plut. отовсюду раздавался крик; πότου συρραγέντος Plut. в разгаре попойки;
4 сталкиваться, сшибаться, схватываться в бою (τινι Plut.): αἱ πεζαὶ δυνάμεις συνερράγησαν Plut. пешие армии завязали сражение;
5 встречаться, сливаться, соединяться (εἰς ἓν τρῆμα Arst.): ποταμοί συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἓρμον Her. (эти) реки вместе впадают в Герм;
6 разражаться, вспыхивать (οὐ μέντοι ὁ πόλεμός πω ξυνερρώγει Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

συρρήγνῡμι: ἢ -ύω· μέλλ. –ρήξω· παθ. πρκμ. βϳ –έρηγμαι· παθ. ἀόρ. –ερράγην [ᾰ]· ἀμεταβ. πρκμ. βϳ –έρρωγα· (συρράσσω (ὃ ἴδε) εἶναι ἕτερος τύπος παράλληλος τούτῳ) Ι. μεταβ., διαρρηγνύω εἰς τεμάχια, θραύω, συντρίβω, τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Τιμολ. 34. ― Παθ., κακοῖσι συνέρρηκται, ἔχει συντριβῇ ἕνεκα τῶν δυστυχημάτων, Ὀδ. Θ. 137. 2) συρρῆξαι εἰς ἓν ἅπαντα, νὰ τὰ κατασυντρίψῃ εἰς ἓν ὅλα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 674. 3) συγκρούω, μεταφορ., συρρ. πόλεμον, ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐκραγῇ πόλεμος, Πλούτ. 2. 1049D. ― Παθητ., πολέμου συρραγέντος αὐτόθι 322Β· κραυγὴ συνερρήγνυτο ὁ αὐτ. ἐν Ἀράτῳ 21· πότου νεανικοῦ συρραγέντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 50· ὡσαύτως, συνερρωγότων... αὐτῶν ἐς τὸν πόλεμον Δίων Κ. 48. 28. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐξέρχομαι, ἐκβάλλω, ἐπὶ ποταμῶν, ποταμοὶ καὶ ἄλλοι καὶ Ὕλλος συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον, ἐμβάλλουσι, χύνονται εἰς τὸν Ἕρμον, ἑνοῦνται μετὰ τοῦ Ἕρμ., Ἡρόδ. 1. 80· ἀλλ’ ἡ σημασία αὕτη κυρίως περιορίζεται εἰς τὸν πρκμ. συνέρρωγα (ἔχοντα σημασ. ἐνεστ.) καὶ τὸν ὑπερσ. (μὲ σημασ. παρατ.), ὁ πόλεμος ξυνερρώγει Θουκ. 1. 66· πρβλ. Δίωνα Κ. 38. 47. 2) ὡς τὸ συρράσσω, συγκρούομαι ἐν μάχῃ, συμπλέκομαι, αἱ δυνάμεις συνερράγησαν Πλουτ. Σύλλ. 18, πρβλ. Καίσ. 45· τινὰ ἢ πρὸς τινα ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 26, Δίων Κ. 40. 17. 3) ἐπὶ ἑλ?ῶν, συνενοῦμαι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788· οὕτως ἐπὶ ἀγωγῶν ἐν τῷ σώματι, τὸ ἐξωτάτω τρῆμα συνερρωγὸς εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 18, πρβλ. συντετραίνω.

Greek Monolingual

και συρρηγνύω ΜΑ ῥήγνυμι / ῥηγνύω]
1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.)
2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι
αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι («συνερρωγότων... αὐτῶν ἐς τὸν πόλεμον», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. ενώνω τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου
2. (για ποταμούς) εξέρχομαι, εκβάλλω μαζί («ποταμοὶ ῥέοντες καὶ ἄλλοι καὶ Ὕλλος συρρηγνῡσι ἐς τὸν... Ἕρμον», Ηρόδ.)
3. (για αγωγούς του σώματος) συνενώνομαι
4. συντελώ στο να εκραγεί κάτι, - αφήνω να ξεσπάσει κάτι
5. παθ. α) συνθλίβομαι, συγκρούομαι («δύο σωμάτων συρραγέντων», Πλωτίν.)
β) μτφ. καταβάλλομαι, τσακίζομαι («κακοῖσι συνέρρηκται πολέεσσιν», Ομ. Οδ.)
6. φρ. «συρρήγνυμι πόλεμον» — ενεργώ ώστε να ξεσπάσει πόλεμος.

Greek Monotonic

συρρήγνῡμι: ή -ύω, μέλ. -ρήξω — Παθ., παρακ. -έρρηγμαι, αόρ. βʹ -ερράγην [ᾰ]· αμτβ. παρακ. βʹ -έρρωγα·
I. 1. σπάζω κάτι σε κομμάτια, θραύω, συντρίβω, θρυμματίζω, σε Πλούτ. — Παθ., κακοῖσι συνέρρηκται, έχει συντριβεί από τις συμφορές, σε Ομήρ. Οδ.
2. φέρνω σε σύγκρουση, συγκρούω — Παθ., λέγεται για πόλεμο, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, σε Πλούτ.
II. 1. αμτβ., εκρήγνυμαι μαζί, ξεσπώ από κοινού, εξέρχομαι, εκβάλλω, λέγεται για ποταμούς· συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον, χύνονται, εκβάλλουν στον ποταμό Έρμο, δηλ. ενώνονται μ' αυτόν, σε Ηρόδ.· ομοίως παρακ. συνέρρωγα (με σημασία ενεστ.), ὁ πόλεμος ξυνερρώγει, ο πόλεμος εξερράγη, ξέσπασε, σε Θουκ.
2. όπως το συρράσσω, εμπλέκομαι σε μάχη, συμπλέκομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

or -ύω fut. -ρήξω Pass., perf. -έρρηγμαι aor2 -ερράγην intr. perf. 2 -έρρωγα
I. to break in pieces, Plut.:—Pass., κακοῖσι συνέρρηκται he is broken down by sufferings, Od.
2. to dash together: Pass., of war, to break out, Plut.
II. intr. to break out together, break forth, of rivers, συρρήγνυσι ἐς τὸν Ἕρμον break into the Hermus, join it, Hdt.: so perf. συνέρρωγα (in pres. signf.) and plup. (in imperf.), ὁ πόλεμος ξυνερρώγει the war broke out, Thuc.
2. like συρράσσω, to meet in battle, engage, Plut.