τυφώνιος

From LSJ
Revision as of 12:50, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

German (Pape)

[Seite 1166] (s. nom. pr.), die Blödsinnigen heißen bei Sp. so.

Greek Monolingual

και τυφώνειος και τυφαόνιος, -(ε)ία, -ον, Α Τυφῶν, -ῶνος / Τυφάων]
1. τυφωνικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι
α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις
β) (κατ' επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τυφωνία
το γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες φυτό αγριολεβάντα και χαμολίβανο
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφώνιον
γάιδαρος.

Russian (Dvoretsky)

τῡφώνιος: тифонов, т. е. суровый, грубый (σκληρία Plut.).