σκληρία

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρία Medium diacritics: σκληρία Low diacritics: σκληρία Capitals: ΣΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: sklēría Transliteration B: sklēria Transliteration C: skliria Beta Code: sklhri/a

English (LSJ)

ἡ, = σκληρότης,
A hardness, Plu.2.376c codd.; opp. μαλακία σώματος, Phld.Mus.p.30K.
2 an induration, Dsc. 2.72, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Aret.SD1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = dem gew. σκληρότης, Härte; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dureté.
Étymologie: σκληρός.

Russian (Dvoretsky)

σκληρία: ἡ досл. жесткость, твердость, перен. суровость (ἡ τυφώνιος σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρία: ἡ, = σκληρότης, Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) σκλήρωμα, σκίρωμα, Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = σκληροκαρδία, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκληρός
1. η ιδιότητα του σκληρού, η σκληρότητα
2. ιατρ. κάθε σκλήρυνση ιστού ή οργάνου η οποία γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, σκλήρωμα
αρχ.
1. (ιδίως για το σώμα) σκληράδα, ανθεκτικότητα, δύναμη
2. μτφ. α) αναλγησία, απονιά
β) ισχυρογνωμοσύνη.

Translations

obstinacy

Arabic: عِنَاد‎; Armenian: կամակորություն; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: obstinació; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固; Czech: tvrdohlavost; Esperanto: obstineco, obstino; Finnish: itsepäisyys, itsepintaisuus; French: entêtement, obstination; Galician: teima, teimosía, touñada, piturra, gurra, tercura; German: Sturheit, Eigensinn; Greek: πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι; Ancient Greek: ἀτροπία, αὐθάδεια, αὐθαδία, αὐθαδίσματα, ἰσχυρογνωμοσύνη, σκληραυχενία, σκληρία, σκληροκαρδία, σκληρότης, στερέωσις, τὸ ἀτειρές, τὸ βαρυκάρδιον, τὸ δυσκίνητον, τὸ σκληρόστομον, ὑπομονή; Hungarian: csökönyösség; Italian: testardaggine, ostinazione; Japanese: 頑固, 意地; Korean: 완고; Latin: obstinatio; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Persian: لجاجت‎, معاندت‎, عناد‎‎; Plautdietsch: Ieejensenn; Polish: upartość, upór; Portuguese: obstinação; Romanian: încăpățânare, obstinație; Russian: упрямство, упорство, твердолобость, упёртость; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: testarudez, porfía, terquedad, obstinación; Tajik: якравӣ, саркашӣ, инод, қайсарӣ; Turkish: inatçılık, inat; Ukrainian: упертість; Uzbek: oʻjarlik, qaysarlik, sarkashlik; Vietnamese: sự ngoan cố, sự cố chấp