ὑπέρθυρον
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
τό, = ὑπερθύριον.
Greek Monotonic
ὑπέρθῠρον: τό, = το προηγ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.