ὑπνώδης

Revision as of 02:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ες,

   A drowsy, E.HF1049 (lyr.), Arist.Phgn.808a28, cf. Pr.909b37 (Comp.); ἕξις Pl.R.404a.    2 asleep, ὑ. εἶδεν ὄναρ Epigr.Gr.774.1 (Priene, iv/iii B.C.).    3 inducing sleep, Thphr. HP9.11.5.

German (Pape)

[Seite 1207] ες, von schläfriger Art, schläfrig; Eur, Herc. F. 1050; ἕξις Plat. Rep. III, 404 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνώδης: -ες, (εἶδος) ὑπνηλός, νυσταλέος, «κοιμισμένος», Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1049, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 12· ἕξις Πλάτ. Πολ. 404Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
somnolent, endormi, engourdi.
Étymologie: ὕπνος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α ὕπνος
υπναλέος.

Greek Monotonic

ὑπνώδης: -ες (εἶδος), υπνηλός, κοιμισμένος, νυσταλέος, νυσταγμένος, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνώδης: сонливый, сонный (ἕξις Plat.; χάσμαι Plut.): εὖ ἰαύων ὑ. τε Eur. крепко разморенный сном.

Middle Liddell

ὑπν-ώδης, ες εἶδος
sleepy, drowsy, Eur., Plat.