Φαίδρα

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Phèdre, fille de Minos, femme de Thésée.
Étymologie: DELG φαιδρός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. μυθ. κόρη του Μίνωος και της Πασιφάης, αδελφή του Κατρέως, του Ανδρόγεω, του Δευκαλίωνος, της Ακακαλλίδος, της Ξενοδίκης και της Αριάδνης, την οποία ο Δευκαλίων έδωσε ως σύζυγο στον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα
2. τίτλος τραγωδιών του Ευριπίδου, του Σενέκα, του Οβιδίου, του Βεργιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].

Russian (Dvoretsky)

Φαίδρα: эп. Φαίδρη ἡ Федра (дочь Миноса, жена Тесея) Hom., Eur.