κοναβέω

Revision as of 02:11, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

(κόναβος) Ep. Verb,

   A resound, clash, ring, esp. of metallic bodies, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Il.15.648, cf. 21.593: late in pres., AP11.144 (Cereal.); re-echo, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν Il.2.334, 16.277; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Od. 17.542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Hes.Th.840: late in Prose, of a river, Sch.Opp.C.2.145.

German (Pape)

[Seite 1480] tönen, klingen, rasseln; von metallenen Körpern, Il. 15, 648. 21, 593; ertönen, wiederhallen, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν 2, 334, vgl. Od. 17, 542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε Hes. Th. 839.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβέω: (κόναβος) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε κοναβίζω)· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 renvoyer l’écho, retentir.
Étymologie: κόναβος.

English (Autenrieth)

aor. κονάβησα: resound, ring, of echoing and of metallic objects, πήληξ, νῆες, δῶμα. (Il. and Od. 17.542.)

Greek Monotonic

κονᾰβέω: μέλ. -ήσω (κόναβος), ηχώ, αντηχώ, συγκρούομαι και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κονᾰβέω: звенеть, гудеть (πήληξ κονάβησε Hom.; γαῖα κονάβησε Hes.): νῆες κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. корабли загудели в ответ кричащим ахейцам.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοναβέω [κόναβος] ep. aor. κονάβησε, weerklinken, kletteren ( m. n. van metaal):. πήληξ σμερδαλέον κονάβησε zijn helm gaf een vreselijke dreun Il. 15.648.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: dinn, ring, clash, resound.
Other forms: aor. κοναβῆσαι (Hom., Hes.), κοναβίζω (Il., Orph.; only ipf.; on the metrically conditioned use of the diff. forms Schwyzer 105 a. 736, Chantraine Gramm. hom. 1, 340 u. 350)
Compounds: PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Derivatives: Beside it, prob. as backformation, κόναβος m. clang, clash (κ 122, A. Th. 160 [lyr.]); κοναβηδόν with clattering (AP). Endig as in ἀραβέω (ἄραβος), ὀτοβέω (ὄτοβος), θορυβέω (θόρυβος) a. o. (Chantraine Formation 260, Schwyzer 496); the beginning recalls καναχή, κόμπος (but this is irrelevant for the etym.). - Fur. 343 assumes a Pre-Greek sound-word.
Etymology: Die weitere Analyse dieses lautnachahmenden Wortes bleibt offen.