συμπροσμείγνυμι

Revision as of 18:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

intr.,

   A to be in company with, συμπροσέμειξα τῷ ἀνδρί Pl.Tht.183e.

Greek Monolingual

Α
συναναστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προσμ(ε)ίγνυμι «συναναστρέφομαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προσμείγνυμι [σύν, προσμείγνυμι] in contact komen met, omgaan met met dat.