ἔμφωτον

Revision as of 14:42, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό,

   A hollow of a cone, Hero *Stereom.1.55.

Spanish (DGE)

-ου, τό
espacio o intervalo vacío que deja pasar la luzde áreas o volúmenes inscritos en cuerpos geom., Hero Stereom.1.55, 57, 60, 76, 77
en edificios vano, intercolumnio Euagr.Schol.HE 4.31.

Greek Monolingual

ἔμφωτον, το (AM)
μσν.
το εύρος, το διάστημα
αρχ.
1. το κοίλο του κώνου
2. φωτιζόμενο μέρος, το μέρος από όπου εισέρχεται φως, π.χ. πλευρά τοίχου που έχει παράθυρα.

Frisk Etymological English

(-ος)
See also: s. φῶς

Frisk Etymology German

ἔμφωτον: (-ος)
{émphōton}
Meaning: Hohlraum (Hero Stereom. 1, 55).
Etymology : Eig. Lichtraum, Hypostase oder Bahuvrihi von ἐν und φῶς; in derselben (oder einer ähnlichen) Bed. steht ebd. auch ἀήρ Luft.
Page 1,508