εύρος

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ εὖρος)
ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εὗσ-ρος (< εὕω «αποξηραίνω»). Η ψίλωση της λ. εύρος πιθ. αναλογικώς προς τη λ. αύρα].
(II)
το (ΑΜ εὖρος, -ους)
η απόσταση μεταξύ τών πλευρών ενός σώματος ή σχήματος, το πλάτος
νεοελλ.
1. μαθ. η απόσταση δύο ορίων μεταξύ τών οποίων περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας
2. αστρον. το συμπλήρωμα του αζιμουθίου ενός αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του
3. φρ. α) (στη γεωμετρία) «εύρος τόξου» — η απόσταση μεταξύ τών δύο άκρων του τόξου
β) αστρον. «εύρος αστέρος» — το συμπλήρωμα του αζιμουθίου»
αρχ.
«εὖρος» και «ἐν εὔρει» και «εἰς εὖρος» — κατά πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευρύς].